- αὐτοουσία
- αὐτοουσίᾱ , αὐτοουσίαfullfem nom/voc/acc dualαὐτοουσίᾱ , αὐτοουσίαfullfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοουσίᾳ — αὐτοουσίᾱͅ , αὐτοουσία full fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοουσία — αὐτοουσία, η (AM) η αυθυπαρξία αρχ. τέλειο ον … Dictionary of Greek
αὐτοουσίαν — αὐτοουσίᾱν , αὐτοουσία full fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)